- ορατικός
- -ή, -ό (Α όρατικός, -ή, -όν)αυτός που έχει ικανότητα να βλέπειαρχ.1. αυτός που αντιλαμβάνεται με την όραση, με τους οφθαλμούς («οὐκ ἀνῄρει τὸ κατὰ τὸν λόγον καὶ πρόνοιαν ὁρατικοὺς καὶ ἀκουστικοὺς γεγονέναι», Πλούτ.)2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όραση3. προικισμένος με ικανότητα αντίληψης, διορατικός («ὁρατικὴ διάνοια», Φίλ.)4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁρατικόνα) η ικανότητα τής όρασης («ὁρατικὸν τὸ ὁρᾱν, καὶ ὁρατὸν τὸ δυνατὸν ὁρᾱσθαι», Αριστοτ.)β) ο οφθαλμός.επίρρ...ὁρατικῶς (Α)με διορατική ικανότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁρατός / ὁρατής].
Dictionary of Greek. 2013.